-
101 перекинуть
1. (перебросить) ρίχνω, ρίπτω 2 (кинуть дальше, чем следует) ρίχνω πιο μακριά (από ό,τι πρέπει) 3. (проложить для переправы, перехода через что-л.) ρίχνω, στήνω (π.χ. τη γέφυρα)ενώνω, συνενώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перекинуть
-
102 груздь
грузд||ьм (гриб) μύκης γαλάκτιος ἡ λακτάριος, τό κοκκινομανίταρο· ◊ назвался \груздьем \груздь полезай в кузов погов. ὀποιος μπαίνει στό χορό, πρέπει νά χορέψει. -
103 гуж
гужм (часть упряжи) τά λουριά τοῦ χαμουτιοῦ· ◊ взялся за \гуж, не говори́, что не дюж посл. μπήκες στό χορό, πρέπει νά χορέψεις. -
104 долежать
долежатьсов1. (лежать до како-го-л. времени) ξαπλώνω ὠς...:\долежать до вечера μένω ξαπλωμένος ὡς τό ἀπόγευμα·2. (дозреть) ὠριμάζω, μεστώνω:груши должны \долежать τά ἀπίδια πρέπει νά ὠριμάσουν. -
105 должно
должнобыть вводн. сл. (вероятно, по всей вероятности) μάλλον, πιθανόν, κατά πασαν πιθανότητα, κατά τά φαινόμενα:он, \должно, уехал πρέπει νά ἐχει φύγει. -
106 дорога
дорог||аж1. ὁ δρόμος:проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη. -
107 лезть
лезтьнесов1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:\лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):\лезть в воду μπαίνω στό νερό·3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:\лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι. -
108 магарыч
магарычм разг τό τραττάρισμα:с тебя \магарыч! πρέπει νά κεράσεις! -
109 многое
мног||оес τά πολλά:\многое надо сделать πρέπει νά κάνουμε πολλά· во \многоеом πολύ, σέ πολλά σημεία. -
110 надлежащии
надлеж||а́щи́и́прил πρέπων, κατάλληλος, δέων. в \надлежащииащий срок στήν ὁρισμένη προθεσμία· в \надлежащииа́щее время στήν κατάλληλη στιγμή· \надлежащииащим образом ὀπως ἀρμόζει, ὀπως πρέπει· в \надлежащииащем порядке μέ τόν κανονικό τρόπο, κανονικά· принять \надлежащииащие меры παίρνω τά κατάλληλα μέτρα. -
111 надо
на́добезл см. нужно· так ему и \надо -6 νά πάθει, ἔτσι τοῦ πρέπει. -
112 недоплатить
недоплатитьсов, недоплачивать несов πληρώνω λιγώτερα (ἀπ' δτι πρέπει). -
113 недополучать
недополучатьнесов, недополучить сов παίρνω λιγώτερα (ἀπ' δτι πρέπει):я недополучил пять рублей πήρα πέντε ρούβλια λιγώτερα. -
114 нельзя
нельзяпредик безл1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν. -
115 нуждаться
нужд||атьсянесов1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:\нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά. -
116 он
он[(н)его́, (н)ему́, (и)им, о нем] мест, личн. 3 л. ед. ч. м. р. αὐτός:он самый αὐτός, αὐτός ὁ ἰδιος· он ду́мает, что... αὐτός νομίζει, δτι...· это письмо от него αὐτό τό γράμμα εἶναι ἀπ' αὐτόν мне иу́жно пойти к нему πρέπει νά πάω σ' αὐτόν можно его́ видеть? μπορῶ νά τόν δῶ;· вот он νάτος· работать с ним δουλεύω μ'αύτόν· говорить о нем μιλώ γι ' αὐιόν. -
117 она
она[(н)ее, (н)ей, (и)ею, о ней] мест, личн. 3 л. ед. ч. ж. р. αὐτή:она сама αὐτή, αὐτή ἡ ἰδιά это \она αὐτή εἶναι· вот \она νάτηνα, νάτη· нужно позвать ее πρέπει νά τήν φωνάζουμε· идти с нею πηγαίνω μαζί της· писа́ть ей τής γράφω· думать о ней τήν σκέπτομαι. -
118 относить
относитьнесов1. πηγαίνω κάτι/ φέρνω πίσω (назад):\относить что́-л. на место πηγαίνω κάτι στή θέση του·2. (ветром, течением) παρασύρω, παίρνω, τραβώ:ло́дку начало \относить на середину реки τό ρεύμα ἀρχισε νά παρασέρνει τή βάρκα στή μέση τοῦ ποταμοῦ·3. (переносить, отодвигать) μεταθέτω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω·4. (причислять к числу, разряду, приурочивать) κατατάσσω, θεωρώ:я отношу́ его́ к ли́дям энергичным θεωρώ κάποιον δραστήριο ἀνθρωπο· \относить рукопись к XV веку κατατάσσω τό χειρόγραφο στον δέκατο πέμπτο ἀΙώνα· ◊ \относить за счет... (иа счет...) ἀποδίδω σέ... κάποια αίτία· ошибку следует \относить за счет его́ небрежности τό λάθος πρέπει νά τό ἀποδόσουμε στήν ἀμέλεια του, τό λάθος ὁφείλεται στήν ἀμέλεια του. -
119 палец
пал||ецм τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ. -
120 по-настоящему
по-настоящемунареч (как следует) ὅπως πρέπει, ὅπως χρειάζεται, σοβαρά.
См. также в других словарях:
πρέπει — (ως απρόσ.) Σημειώσεις: πρέπει : σπάνια απαντάται ως προσωπικό, σε εκφρ. όπως: Κορίτσια ωραία... που μας πρέπατε (Ελύτης, σελ. 58) και στην ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πρέπον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πρέπει — ΝΜΑ (γ εν. πρόσ.) βλ. πρέπω … Dictionary of Greek
πρέπει — πρέπω to be clearly seen pres ind mp 2nd sg πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek